κορύνη — club fem nom/voc sg (attic epic ionic) κορυνάω put forth knobby buds pres imperat act 2nd sg (doric) κορυνάω put forth knobby buds pres imperat act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) κορυνάω put forth knobby buds imperf ind act 3rd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύνῃ — κορύνη club fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύνη — Αμυντικό όπλο, το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα οι κυνηγοί άγριων ζώων. Επρόκειτο για ένα χοντρό ατρακτοειδές ρόπαλο, επενδεδυμένο με μέταλλο, χαλκό ή σίδερο. Αργότερα εξελίχθηκε σε πολεμικό όπλο, ανάλογο με αυτό που χρησιμοποιούσαν… … Dictionary of Greek
κορύνη — η 1. ρόπαλο που το ένα άκρο του είναι παχύτερο από το άλλο. 2. γυμναστικό όργανο που έχει σχήμα ροπάλου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορύναι — κορύνη club fem nom/voc pl κορύνᾱͅ , κορύνη club fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύνηι — κορύνῃ , κορύνη club fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυνῶν — κορύνη club fem gen pl κορυνάω put forth knobby buds pres part act masc voc sg κορυνάω put forth knobby buds pres part act neut nom/voc/acc sg κορυνάω put forth knobby buds pres part act masc nom sg (attic epic ionic) κορυνάω put forth knobby… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύναις — κορύνη club fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύνην — κορύνη club fem acc sg (attic epic ionic) κορυνάω put forth knobby buds imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) κορυνάω put forth knobby buds imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορύνης — κορύνη club fem gen sg (attic epic ionic) κορυνάω put forth knobby buds pres ind act 2nd sg κορυνάω put forth knobby buds imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυνηφόρος — ο (Α κορυνηφόρος και κορυνοφόρος, ον) αυτός που φέρει κορύνη, ροπαλοφόρος αρχ. 1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κορυνηφόροι α) οι ροπαλοφόροι σωματοφύλακες τού Πεισιστράτου β) χωρικοί ημιδουλοπάροικοι, προδωρικής καταγωγής, που υπηρετούσαν στη… … Dictionary of Greek